- θερμόνους
- θερμόνους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός ο οποίος βρίσκεται σε έξαψη, ο αναστατωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νους, κακό-νους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμόνους — heated in mind masc/fem nom pl θερμόνους heated in mind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek